ἐλευθερόγλωσσος

ἐλευθερόγλωσσος
ἐλευθερό-γλωσσος, ον,
A free of speech, Vett.Val.16.31.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελευθερόγλωσσος — η, ο (Α ἐλευθερόγλωσσος, ον) ελευθερόστομος …   Dictionary of Greek

  • ελευθερόγλωσσος — η, ο ο ελευθερόστομος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλευθερόγλωσσοι — ἐλευθερόγλωσσος free of speech masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερόστομος — η, ο επίρρ. α που λέει τη γνώμη του ελεύθερα και ειλικρινά, ελευθερόγλωσσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”